επισυνθετικός

επισυνθετικός
ἐπισυνθετικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που συναρμόζει, που συναρμολογεί
2. οπαδός τής επισυνθετικής ιατρικής σχολής
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπισυνθετική
εκλεκτική ιατρική σχολή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐπισυνθετικοί — ἐπισυνθετικός combining masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισυνθετικήν — ἐπισυνθετικός combining fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισυνθετικῶς — ἐπισυνθετικός combining adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”